- πλαστογράφημα
- το, ΝΜ [πλαστογραφώ]το αποτέλεσμα τού πλαστογραφώ, νόθο, πλαστό έγγραφο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλαστογράφημα — το, ατος 1. πλαστογραφημένο, όχι γνήσιο έγγραφο. 2. η πράξη του πλαστογραφώ: Το πλαστογράφημα έγινε από έμπειρο άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παπαδόπουλος, Ιωάννης Β — (Πικρίδι, Κωνσταντινούπολη 1875 – Αθήνα 1956). Έλληνας μεσαιωνολόγος και φιλόλογος. Αδελφός της διηγηματογράφου Αλεξ. Παπαδόπουλου (1868 – 1907), σπούδασε βυζαντινολογία στο Παρίσι. Πριν έρθει στην Ελλάδα, δίδαξε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και… … Dictionary of Greek